ανθρωπάρεσκος

ανθρωπάρεσκος
441 ἀνθρωπάρεσκος
{прил., 2}
угождающий людям; как сущ. человекоугодник.
Ссылки: Еф. 6:6; Кол. 3:22.*
ключ.сл.

Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. . 2006.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "ανθρωπάρεσκος" в других словарях:

  • ἀνθρωπάρεσκος — man pleaser masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανθρωπάρεσκος — η, ο (AM ἀνθρωπάρεσκος, ον) ο άνθρωπος που με κάθε τρόπο φροντίζει να γίνεται αρεστός στους άλλους, κόλακας, ευτελής …   Dictionary of Greek

  • ἀνθρωπαρέσκοις — ἀνθρωπάρεσκος man pleaser masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνθρωπαρέσκου — ἀνθρωπάρεσκος man pleaser masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνθρωπαρέσκων — ἀνθρωπάρεσκος man pleaser masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνθρωπαρέσκως — ἀνθρωπάρεσκος man pleaser masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνθρωπάρεσκοι — ἀνθρωπάρεσκος man pleaser masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνθρωπάρεσκον — ἀνθρωπάρεσκος man pleaser masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άνθρωπος — Το ανθρώπινο ον, ο πιο εξελιγμένος οργανισμός που ζει στην υδρόγειο. Homo sapiens (ά. έμφρων ή λογικός)είναι ο επιστημονικός όρος, στη συστηματική ταξινόμηση διπλής ονομασίας για το γένος (homo, ά.)και το είδος (sapiens, λογικός)στο οποίο ανήκει… …   Dictionary of Greek

  • άρεσκος — ἄρεσκος, ο, η (AM) 1. ευχάριστος στους τρόπους 2. αυτός που προσπαθεί να γίνει αρεστός με κάθε τρόπο, δουλοπρεπής. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρέσκω. ΠΑΡ. αρέσκεια, αρεσκόντως αρχ. αρεσκεύομαι. ΣΥΝΘ. αυτάρεσκος αρχ. ανθρωπάρεσκος, ευάρεσκος, οχλοάρεσκος] …   Dictionary of Greek

  • ανθρωπαρεσκώ — ἀνθρωπαρεσκῶ (AM) είμαι ανθρωπάρεσκος, προσπαθώ να φαίνομαι ευχάριστος, να ευχαριστώ τους ανθρώπους και όχι τον θεό …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»